δειγματοκαταγωγία

δειγματοκαταγωγία
δειγμᾰτο-κατᾰγωγία, ,
A conveyance of samples, POxy.1254.5 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δειγματοκαταγωγία — δειγματοκαταγωγία, η (Α) [δειγματοκαταγωγός] η μεταφορά δειγμάτων (κυρίως σταριού) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”